- ετήτυμος
- ἐτήτυμος, -ον (εκτεταμένος ποιητ. τ. τού έτυμος) (Α)1. αληθής, ακριβής («οὐκ ἔσθ' ὅδε μῡθος ἐτήτυμος», Ομ. Οδ.)2. (για πρόσωπα) αληθής, αψευδής, φιλαλήθης («οὐ ψευδόμαντις... ἀλλ' ἐτήτυμος», Ευρ.)3. πραγματικός, γνήσιος («ἐτήτυμος χρυσός», Θεόκρ.)4. (με απαρμφ.) είναι αλήθεια ότι («καὶ πρὸς ἤπειρον σεσῶσθαι τήνδε, τοῡτ' ἐτήτυμον;» — είναι αλήθεια ότι σώθηκε αυτή στην ξηρά; Αισχύλ.)5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐτήτυμοναληθώς, πράγματι6. (το ουδ. με ή χωρίς το άρθρο) (τὸ) ἐτήτυμονη αλήθειαεπίρρ...ἐτητύμως (Α)αληθινά, πραγματικά.[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός με αναδιπλασιασμό και έκταση τής β' συλλαβής, που συνδέεται με τα ετεός*, έτυμος*].
Dictionary of Greek. 2013.